Χριστίνα Σπάρταλη


    Facebook Google Twitter

    Συνάντηση 1η

    ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ

    Σ-πα όλοι με φωνάζουν
    Π-ολύ το μπλε μ’αρέσει
    Α-γάπη μου ο χορός γι’αυτό
    Ρ-οζ πουεντ φορώ
    Τ-ο τυράκι το λατρεύω, για
    Α-λμηρά μπισκότα
    Λ-ιώνω
    Η Χριστίνα είμαι εγώ και σας χαιρετώ



    Το ‘χασα το κινητούλι
    Το ‘χασα ψες αργά
    Καθώς έπαιζα κρυφτούλι 
    Με χέρια αδειανά

    ~

    Συνάντηση 2η

    Η ΔΙΑΦΥΓΗ

    Η ιστορία μας αρχίζει από το ορφανοτροφείο της Ρόδου. Εκεί βρισκόταν ένα δωδεκάχρονο κοριτσάκι, η Αφροξυλάνθη. Η Αφροξυλάνθη δεν είχε φίλους στο ορφανοτροφείο, όσο για το σχολείο, δεν φοιτούσε καν.

    Η Αφροξυλάνθη μισούσε τα πάντα γύρο της. Περισσότερο από όλα μισούσε τους γονείς της, οι οποίο πέθαναν και αναγκάστηκε να πάει σε ορφανοτροφείο. Μια μέρα αποφάσισε να το «σκάσει» από το απαίσιο ορφανοτροφείο. Είχε καταστρώσει σχέδιο, το οποίο δεν άργησε να το εφαρμόσει. Περίμενε μέχρι την ώρα του μεσημεριανού, γιατί τότε θα είχε όλο το δωμάτιο δικό της. Όταν έφτασε εκείνη η ώρα, έδεσε τρία σεντόνια, τα πέταξε έξω από το παράθυρο και γλίστρησε πάνω τους. Για κακή της τύχη ,σε εκείνη την περιοχή ,εκείνη την ώρα ,έκανε περιπολία ο Τζόναθαν, ο τριαντάχρονος ελληνοαμερικανός αστυνομικός, ο οποίος είχε καταφτάσει στο νησί μία βδομάδα πριν ,ώστε να αντικαταστήσει τον Γιωργάρα, ο οποίος είχε πάει για αστυνομική εκπαίδευση στις Η.Π.Α.

    Ο Τζόναθαν είδε την Αφροξυλάνθη και την ρώτησε τι κάνει εκεί. Αυτή άρχισε να κλαίει. Ο αστυνομικός προσπάθησε να την ησυχάσει, όμως εκείνη δεν ηρεμούσε. Ο Τζόναθαν την πήγε στο τμήμα, της έδωσε να πιεί νερό και να φάει λίγα κουλουράκια. Ύστερα η Αφροξυλάνθη του εξήγησε τι είχε συμβεί με τους γονείς της και το ότι προσπάθησε να το «σκάσει», γιατί ήταν δυστυχισμένη. Ο καλόκαρδος αστυνομικός την λυπήθηκε. Σκέφτηκε την πρώην γυναίκα του, η οποία είχε αυτοκτονήσει από τη θλίψη του διαζυγίου τους και δεν ήθελε να συμβεί κάτι παρόμοιο στην μικρή και ευάλωτη Αφροξυλάνθη. Έτσι πήγε στο ορφανοτροφείο και υπέγραψε τα χαρτιά της Αφροξυλάνθης ,ώστε να την υιοθετήσει. Άρχισαν να περνούν πολύ χρόνο μαζί. Η Αφροξυλάνθη άρχισε να τον αποκαλεί «μπαμπά». 

    Ο Γιωργάρας γύρισε πίσω στο νησί και ο Τζόναθαν έπρεπε να γυρίσει πίσω στην Αμερική με την κόρη του. Έτσι μπήκε ο Τζόναθαν και η Αφροξυλάνθη σε ένα αεροπλάνο και προσγειώθηκαν στον Καναδά. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν τα πιο ευχάριστα για την μονογονεική οικογένεια. Η Αφροξυλάνθη «υιοθέτησε» μια θετική οπτική γωνία και ο Τζόναθαν απέδειξε στον εαυτό του πως είναι ικανός να κρατήσει στη ζωή μια δυστυχισμένη γυναίκα και να την κάνει να ευτυχισμένη 

    ~

    Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


    Όταν είσαι μικρός όλα είναι παιχνίδι. Σου απαγορεύουν να πας σε χώρους του σχολείου χωρίς λόγω και όταν παραβείς τους κανόνες και πας, νιώθεις δυνατός. Που να ήξερες ότι μετά από 8 χρόνια θα συμβεί κάτι, στο ίδιο μέρος, που θα σε κάνει να νιώσεις π…

    ~

    Συνάντηση 3η


    ~

    Συνάντηση 4η






    ~

    Συνάντηση 8η

    ΜΑΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΜΙΑ

    Βρισκόμαστε στο 1965. Χούντα. Παντού επικρατεί πανικός.

    Στο δρόμο προχωρά η οικογένεια Παπαδοπούλου, ο πατέρας προχωρά στα δεξιά, η μητέρα στα αριστερά και η μικρή τους κόρη στη μέση. 

    Ξαφνικά οι φρουροί τρέχουν προς το μέρος τους και τους συλλαμβάνουν. Το μικρό κοριτσάκι, το παίρνει αγκαλιά μια κυρία και φεύγει. Η οικογένεια χωρίζετε. Οι γονείς βρίσκονται στη φυλακή και η μικρή τους κόρη, η Αννούλα, στην αγκαλιά της διευθύντριας ενός ορφανοτροφείου.

    Μετά από λίγους μήνες ο πατέρας δολοφονείτε στη φυλακή και η μητέρα αφήνετε ελεύθερη. Ξέρει πως ο λόγος που μπήκε στη φυλακή ήταν ψεύτικες κατηγορίες. Το μόνο πράγμα που σκέφτεται είναι η εκδίκηση, αλλά η προτεραιότητα της είναι η μικρή Αννούλα. 

    Αφού πέρασαν λίγες μέρες, βρήκε το ορφανοτροφείο, στο οποίο βρισκόταν η κόρη της. Ήλπιζε να ήταν ακόμα εκεί. 

    Προχωρά με γοργούς ρυθμούς, ανυπομονώντας να δει τα γλυκά πράσινα ματάκια της Αννούλας. Χτυπάει την πόρτα του ορφανοτροφείου. Το πρόσωπο, που ανοίγει την πόρτα, της φαίνεται γνωστό. Είναι η διευθύντρια. Αρχίζει να σκέφτετε πως ατό το πρόσωπο είχε χωρίσει την οικογένεια της και όχι επειδή πήρε το μικρό της κοριτσάκι, αλλά επειδή είχε κατηγορήσει αυτήν και τον άντρα της , για τον θάνατο του συζύγου της. Η αλήθεια ήταν πως ο σύζυγος της είχε αυτοκτονήσει, όμως επειδή δεν άντεχε τέτοια ντροπή, κατηγόρησε την οικογένεια Παπαδοπούλου, γιαυτό το συμβάν.

    Η μητέρα διακόπτει τη σκέψη της και ζητά να δει το παιδί της. Η διευθύντρια αρνείται να της το δώσει, λέγοντας πως είναι καλύτερη μητέρα από αυτήν. Η μητέρα οργίζεται και φωνάζει τις αρχές, τους εξηγεί τι ακριβώς έγινε και η διευθύντρια συλλαμβάνεται. 

    Η μητέρα, όμως, δεν έχει βρει το παιδί της. Ψάχνει μέσα στο σπίτι. Το τελευταίο μέρος που κοιτά είναι μια αποθηκούλα. Ανοίγει την πόρτα και βλέπει, μετά από μήνες, την Αννούλα της. 

    Η Αννούλα είχε χάσει το γλυκό της βλέμμα, κοιτούσε την μητέρα της σαν να ήταν κάποια ξένη. Τα α στρουμπουλά μαγουλάκια τη είχαν εξαφανιστεί και το σώμα της φάνταζε σαν μια ανθρώπινη κρεμάστρα, κάτω από κουρέλια. 

    Η μητέρα σάστισε, δεν πίστευε στα μάτια της. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, την πλησίασε και την αγκάλιασε τόσο σφιχτά, που η Αννούλα δεν μπορούσε να ανασάνει. Της πρότεινε να πάνε για φαγητό στη γιαγιά της. 

    Στο σπίτι της γιαγιά της, η μητέρα της τής διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί. Η Αννούλα έβαλε τα κλάματα. Μετά από λίγο γυρνά και λέει στη μητέρα της « Χαίρομαι που με βρήκες, αλλά δεν θέλω να αφήσεις κανέναν ξανά να μας χωρίσει. Υποσχέσου το μου» Η μητέρα κράτησε την υπόσχεσή της μέχρι τώρα.

    Leave a Reply