Πάρις Παπαδόπουλος


    Facebook Google Twitter

    Συνάντηση 1η

    ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ

    Πάντα
    Άσπλαχνα
    Ρημάζουμε
    Ιδιόρρυθμους
    Σπασίκλες

    ~

    Συνάντηση 2η

    Ο ΝΑΥΑΓΟΣ ΚΑΙ ΟΙ HOMO SAPIENS!!!

    Η καταιγίδα λυσσομανούσε και το γέρικο σκαρί χόρευε στα κύματα. «Μαζέψτε τα πανιά, βίρ…». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του καπετάνιου, πριν το τεράστιο κύμα αναποδογυρίσει το παλιό πλοίο. Έπεσα στο νερό και για λίγο έχασα τις αισθήσεις μου. Ξαφνικά, άνοιξα τα μάτια μου κι αρπάχτηκα από ένα ξύλο που βρισκόταν δίπλα μου. Κρατήθηκα γερά, μέχρι που η θάλασσα ξέβρασε το ξύλο στην ακτή με μένα πάνω του. Έχασα ξανά τις αισθήσεις μου.

    Όταν ξύπνησα βρισκόμουν ξαπλωμένος στην ακτή και ο ήλιος έλαμπε πάνω απ’ το κεφάλι μου. Η ζέστη ήταν αφόρητη και αναγκάστηκα να ψάξω μέρος, για να προστατευτώ απ’ τον καυτό ήλιο. Μόλις βρήκα καταφύγιο κάτω από έναν τεράστιο βράχο, άρχισα να σκέφτομαι το θέμα του φαγητού. Δεν είχα καθόλου προμήθειες μαζί μου και δεν ήμουν σίγουρος, αν θα μπορούσα να βρω κάτι φαγώσιμο σ’ αυτό το ξερονήσι. Έριξα μια ματιά, και αυτό που αντίκρισα με απογοήτευσε. Παντού υπήρχαν βράχια και ούτε ίχνος βλάστησης. Μόλις έφτασε το απόγευμα σηκώθηκα και άρχισα να εξερευνώ το νησί. Είχα ακόμα την ελπίδα πως στην άλλη μεριά, θα αντίκριζα κάτι καλύτερο. Δυστυχώς, το νησί ήταν τεράστιο κι εγώ εξαντλημένος. Έτσι, δεν μπόρεσα να διανύσω πάνω από πέντε χιλιόμετρα. Την επόμενη μέρα, ξύπνησα ξεκούραστος και έτοιμος για περιπέτεια. Έφτασα στην άλλη μεριά του νησιού, όπου υπήρχαν απέραντα λιβάδια και καταπράσινα, πυκνά δάση. Βρήκα μια πηγή και ικανοποίησα την δίψα μου. Μετά, συνέχισα την εξερεύνησή μου. Στο δάσος, βρήκα πανύψηλα δέντρα με κλαδιά που έγερναν απ΄ το βάρος των καρπών τους. Σκαρφάλωσα σε ένα απ’ αυτά και ικανοποίησα την πείνα μου. Τώρα που το στομάχι μου ήταν γεμάτο, με πιάσανε τα κλάματα: «Πώς θα έφευγα από αυτό το καταραμένο νησί;». Αφού κάθισα απελπισμένος για κάμποση ώρα, σκεφτόμενος την κακή μου μοίρα, κατάλαβα πως δεν θα με ωφελούσε να κάθομαι και να κλαίω. Ήταν ώρα για δράση.

    ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ…

    Στάθηκα σε έναν ψηλό βράχο και θαύμασα το έργο μου. Ήταν απίστευτο το τι είχα καταφέρει να φτιάξω με τους κορμούς μερικών δέντρων. Είχα μετατρέψει τη σπηλιά μου σε πραγματικό φρούριο. Εντάξει, δεν ήταν σπίτι, αλλά είχα ένα μέρος να μείνω, χωρίς να φοβάμαι επίθεση από κανέναν. Πόσο μεγάλο λάθος έκανα… Μια μέρα, γυρνούσα στο σπίτι μου, κουβαλώντας στον ώμο μου ένα παχύ ελάφι. Το τόξο μου μού είχε προσφέρει για άλλη μια φορά ένα πλούσιο γεύμα. Σκεφτόμουν πόσο ωραίο θα ήταν στη ψημένο στη σούβλα μου. Ήμουν τυχερός που είχα βρει εκείνες τις τσακμακόπετρες, γιατί είχα βαρεθεί να τρώω ωμό κρέας. Όλες οι προσδοκίες μου για ένα λουκούλλειο γεύμα χάθηκαν, μόλις έφτασα στη σπηλιά μου. Τα πανίσχυρα τείχη, η στάνη, ο κήπος και τα χωράφια μου, είχαν όλα διαλυθεί. Η τύχη μου είχε χαμογελάσει και μου έδωσε όλα αυτά τα αγαθά, για να ζήσω μια ευτυχισμένη ζωή στο νησί, όμως τώρα μου τα έπαιρνε πίσω. Σκεφτόμουν, πόσο θα ήθελα να εκδικηθώ αυτόν ή αυτό που είχε καταστρέψει την τόσο ευχάριστη ως τώρα ζωή μου. Σα να μην έφταναν όλα αυτά, χάνω ξαφνικά τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Λιποθύμησα για άλλη μια φορά.

    Όταν συνήλθα, ήμουν δεμένος σε έναν πάσσαλο. Κοίταξα γύρω μου και τσίριξα σαν κοριτσάκι που του πήραν την κούκλα του. Ήμουν περικυκλωμένος από προϊστορικούς ανθρώπους. Ετοιμάστηκα να ξαναλιποθυμήσω, όμως, την τελευταία στιγμή, είπα στον εαυτό μου: «Τζακ, ξύπνα, δεν είσαι κανένα φοβισμένο νιάνιαρο!!!». Βγάζοντας μια πολεμική ιαχή, έσπασα τα σκοινιά που με κρατούσαν δέσμιο και όρμηξα στους αγρίους, που έτρεξαν και κρύφτηκαν φοβισμένοι απ’ το απότομο ξέσπασμα της οργής μου. Τους κυνήγησα μέχρι την ακτή, όπου βούτηξαν στη θάλασσα κι έφυγαν για πάντα απ’ το νησί ΜΟΥ!!! Τώρα όμως, πού θα έμενα; Πώς θα ζούσα; Δεν είχα το κουράγιο να τα ξαναφτιάξω όλα απ’ την αρχή. 

    Για καλή μου τύχη, εκείνη τη στιγμή περνούσε ένα πλοίο περίπου δέκα μίλια μακριά. Με μια τεράστια φωτιά, τράβηξα την προσοχή του καπετάνιου και ήρθαν να με μαζέψουν. Μετά από μια βδομάδα, βρισκόμουν ασφαλής στο σπίτι μου. 

    ~

    Συνάντηση 3η






    Συνάντηση 7η

    Στον ξύπνιο μου απόψε είδα πάλι
    πως είμαι εντελώς τυχερός
    οι άνθρωποι γύρω σε κρίση
    κοιτούσαν και βλέπανε πως
    κυλούσε γλυκά η ζωή τους
    τύχη καλή πουθενά
    οι άνθρωποι πέφταν στους δρόμους
    η πείνα θερίζει κορμιά.

    Στον ξύπνο μου απόψε είδα πάλι
    πως ήμουνα λέει τρελός
    πως δεν είχε ο Γιώργος ελπίδα καμιά
    κι ο κόσμος ο ίδιος πάλι ήταν
    δεν είχαν οι ανθρώποι λεφτά
    δεν είχε ο Άδης πρόβλημα πια
    και το πιο ωραίο απ’ όλα 
    έκοβε η Χούντα κεφάλια πολλά. 



    ΠΑΝΤΟΥ ΣΙΩΠΗ

    Βαρειά της Χούντας σιωπής στους δρόμους 
    βασιλεύει,
    μαύρη στολή, όλοι σιωπή, κι ο κόσμος 
    ζητιανεύει



    Ο ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ

    Χτυπάν τα τείχη οι εχθροί
    γκρεμίζονται ευθύς οι βράχοι 
    κι οι κόκκινες φλόγες την καίνε
    στάχτη γίνεται, σβήνει απ’ το χάρτη
    κι εκεί κανείς ξανά δεν πατά.
    Μα έμεινε κάποιος μ’ έναν σκοπό στη ζωή
    εκδίκηση να πάρει απ’ τον κατακτητή.
    Τον ψάχνει για χρόνια πολλά
    φτάνει πια η στιγμή 
    κουράγιο δεν έχει να σηκώσει το σπαθί
    το χτύπημα να δώσει το μοιραίο,
    κι έτσι τελειώνει η δική του η ζωή
    απ’ του εχθρού το χέρι.



    Κάθεται ένας σπασίκλας εκεί
    ετοιμάζει έκρηξη πυρηνική 
    να δώσει ένα τέλος στη μίζερη ζωή
    μα ξάφνου έρχεται ένας άλλος 
    και δημιουργείται σάλος.



    Στων χαζών την καμπούρικη ράχη
    σκουντουφλώντας η Γνώση μονάχη
    κοπανά τ’ αδειανά τα κεφάλια
    ψάχνοντας ξύπνιους να βρει.



    Hey mother eat the seeds and go.
    Hey father drink your beer and go.
    Hey daughter wear your dress and go.
    Hey sonny leave the PC alone.
    (Hey teacher leave the kids alone.)

    [Pink Floyd]

    ~

    Συνάντηση 8η

    Τηλεγράφημα προς πλανήτη Άρη:

    Σήμερα στο σχολείο ήρθε η 30503. Μας έκανε ερωτήσεις, της είπα ψέματα. Υποτίθεται πως μ’ έλεγαν Πάρη και ήμουν εκατό χρονών. Με ρώτησε το μυστικό της μακροζωίας. Της είπα πως είναι το αίμα του μυστικού πράκτορα Γιώργου Σαντεξή, με το κωδικό όνομα ‘’Πραγματοαναποδούλης’’. 

    Ακολουθεί η πραγματική μου αυτοβιογραφία:

    Με λένε Τζον και είμαι 535.872.342 χρονών. Είμαι πολύ νέος ακόμα, μα δυστυχώς έχω μια θανατηφόρα ασθένεια που κόλλησα από έναν εξωγήινο γίγαντα στον Πλούτωνα. Γεννήθηκα στον Ερμή. Η ζωή μου δεν είχε πολύ ενδιαφέρον. Έχω παλέψει με τον στρατό μου, για να σώσουμε τον Ερμή δέκα φορές κι έχω γίνει πάμπλουτος, χάρη στο ορυχείο νερού που βρήκα. Ζω σε μια στρατιωτική βάση, η οποία περιέχει: βίλες, πισίνες, αποθήκες πυρηνικών όπλων, αεροδρόμια, χώρους εκπαίδευσης στρατιωτών και εργαστήρια με τρελούς επιστήμονες, που κάνουν πειράματα πάνω σε υβρίδια. Δυστυχώς η ζωή μου, όπως έχετε ήδη καταλάβει, είναι πάρα πολύ μονότονη. Θα σας στείλω κι άλλες πληροφορίες για τον Air Forceman και την 30503. 


    ~

    Συνάντηση 10η

    Όταν σε κοιτώ όλα τα ξεχνώ
    Τα βήματα σου τυφλά ακολουθώ
    Το χέρι σου κρατώ στα σύννεφα πετώ
    Κοιτώντας το χαμόγελο σου το γλυκό
    Χέρια απαλά κόκκινα φιλιά
    Άχ και να ‘σουν δικιά μου μόνο μια φορά

    Leave a Reply